- κλειδοκυμβαλιστής
- ο, θηλ. κλειδοκυμβαλίστριααυτός που παίζει κλειδοκύμβαλο, ο πιανίστας.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλειδοκύμβαλον. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Ιωάννη Βαρελά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κράμερ — (Cramer). Επώνυμο οικογένειας Γερμανών καλλιτεχνών, λογίων και επιστημόνων. 1. Βίλχελμ (Wilhelm, 1745 – 1799). Βιολιστής. Από πολύ μικρός έπαιζε βιολί με εξαιρετική δεξιοτεχνία, για την οποία βραβεύτηκε πολλές φορές. Σε ηλικία δεκαέξι ετών άρχισε … Dictionary of Greek
κλείδα — η (AM κλείς, δός, Α ιων. τ. κληΐς, ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, ΐδος και ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. κλῄς, ῇδος) 1. κλειδί («ὁ τῇ κλειδί τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», Πλούτ.) 2. το μεταξύ τού άκρου τού… … Dictionary of Greek
Ράινεκε, Κάρολος-Ερρίκος Κάρστεν — (Reinecke, 1824 – 1910). Γερμανός μουσουργός. Διετέλεσε επί αρκετό χρονικό διάστημα κλειδοκυμβαλιστής της δανικής αυλής και, αργότερα, καθηγητής των ωδείων Κολονίας και Λιψίας. Ως συνθέτης κατατάσσεται στους νεοκλασικούς. Ασχολήθηκε με όλα τα… … Dictionary of Greek
Τάλμπεργκ — (Thalberg, Γενεύη 1812 – Nάπολη 1871). Διάσημος κλειδοκυμβαλιστής. Νόθος γιος του πρίγκιπα Ντίτριχστάιν, σπούδασε στη Βιέννη και 15 χρόνων ακόμα προκαλούσε τον θαυμασμό του ακροατηρίου. Στα 16 του χρόνια συνέθετε έργα για κλειδοκύμβαλο, από τα… … Dictionary of Greek
Τάουμπερτ, Γκόντφριντ - Γουλιέλμος — (Taubert, 1811 – 1891). Γερμανός μουσουργός, γεννήθηκε και πέθανε στο Βερολίνο. Ήταν σπουδαίος κλειδοκυμβαλιστής καθώς και διευθυντής ορχήστρας. Mε αυτή την ιδιότητα εκτέλεσε χρέη στην αυλή του Βερολίνου και στο Μελόδραμα. Ήταν επίσης διευθυντής… … Dictionary of Greek